- επισαλπίζω
- ἐπισαλπίζω (Α)1. συνοδεύω με σάλπισμα («οἱ ἱερεῑς βυκάνας ἔχοντες ἐπεσάλπιζον τοῑς ὑμνῳδοῡσιν», Ιώσ.)2. σαλπίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισαλπίζειν — ἐπισαλπίζω accompany on the trumpet pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισαλπίζοντας — ἐπισαλπίζω accompany on the trumpet pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)